- τερερίζω
- τερέρισα1. παρατείνω ψαλμωδία με τερερέμ (βλ. λ.).2. ψάλλω με τρεμουλιαστή φωνή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τερερίζω — Ν [τερερέμ] 1. παρατείνω εκκλησιαστική ψαλμωδία με τερερέμ 2. συνεκδ. ψάλλω ή τραγουδώ με τρεμουλιαστή φωνή … Dictionary of Greek
τερερισμός — ο, Ν [τερερίζω] η ενέργεια τού τερερίζω … Dictionary of Greek
τερέρισμα — το, Ν [τερερίζω] τερερισμός … Dictionary of Greek
tererem — TERERÉM s. v. tril. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime tererém, tererémuri, s.n. (înv.) 1. ornament melodic, tril. 2. zorzoane, marafeturi. 3. ornament grafic. 4. moft, ifos. Trimis de blaurb, 09.03.2007. Sursa: DAR tererém ( muri) … Dicționar Român